- τελεσφορία
- ἡ, Α [τελεσφόρος]1. μύηση σε μυστήρια, μυσταγωγία («τελεσφορία ἐπετήσιος», Καλλ.)2. (γενικά) κάθε εορτή ή τελετή όμοια με μύηση3. η καταβολή τέλους, φόρου4. ωρίμαση καρπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελεσφορίας — τελεσφορίᾱς , τελεσφορία initiation in the mysteries fem acc pl τελεσφορίᾱς , τελεσφορία initiation in the mysteries fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφορίαν — τελεσφορίᾱν , τελεσφορία initiation in the mysteries fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφορίην — τελεσφορία initiation in the mysteries fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφορίῃσι — τελεσφορία initiation in the mysteries fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
τελεσφορικός — ή, όν, Α [τελεσφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελεσφορία* … Dictionary of Greek